- ξένα
- τα чужбина, чужие страны, заграница;
γυρίζω απότα ξένα — возвращаться на родину
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυρίζω απότα ξένα — возвращаться на родину
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξένα — ξένᾱ , ξένη foreign woman fem nom/voc/acc dual ξένᾱ , ξένη foreign woman fem nom/voc sg (doric aeolic) ξένος 2 guest friend neut nom/voc/acc pl ξένᾱ , ξένος 2 guest friend fem nom/voc/acc dual ξένᾱ , ξένος 2 guest friend fem nom/voc sg (doric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξένᾳ — ξέναι , ξένη foreign woman fem nom/voc pl ξένᾱͅ , ξένη foreign woman fem dat sg (doric aeolic) ξέναι , ξένος 2 guest friend fem nom/voc pl ξένᾱͅ , ξένος 2 guest friend fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξένα — τα (Μ ξένα) βλ. ξένος … Dictionary of Greek
ξένα — τα η ξενιτιά: Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξένας — ξένᾱς , ξένη foreign woman fem acc pl ξένᾱς , ξένη foreign woman fem gen sg (doric aeolic) ξένᾱς , ξένος 2 guest friend fem acc pl ξένᾱς , ξένος 2 guest friend fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεναγοῦ — ξενᾱγοῦ , ξεναγέω to be a leader of mercenaries pres imperat mp 2nd sg (attic) ξενᾱγοῦ , ξεναγέω to be a leader of mercenaries imperf ind mp 2nd sg (attic) ξενᾱγοῦ , ξεναγός commander of mercenary troops masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεναγήσω — ξενᾱγήσω , ξεναγέω to be a leader of mercenaries aor subj act 1st sg ξενᾱγήσω , ξεναγέω to be a leader of mercenaries fut ind act 1st sg ξενᾱγήσω , ξεναγέω to be a leader of mercenaries aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεναγῶ — ξενᾱγῶ , ξεναγέω to be a leader of mercenaries pres subj act 1st sg (attic epic doric) ξενᾱγῶ , ξεναγέω to be a leader of mercenaries pres ind act 1st sg (attic epic doric) ξενᾱγῶ , ξεναγός commander of mercenary troops masc gen sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεναγεῖ — ξενᾱγεῖ , ξεναγέω to be a leader of mercenaries pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ξενᾱγεῖ , ξεναγέω to be a leader of mercenaries pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεναγησάντων — ξενᾱγησάντων , ξεναγέω to be a leader of mercenaries aor part act masc/neut gen pl ξενᾱγησάντων , ξεναγέω to be a leader of mercenaries aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεναγοῖς — ξενᾱγοῖς , ξεναγέω to be a leader of mercenaries pres opt act 2nd sg (attic epic doric) ξενᾱγοῖς , ξεναγός commander of mercenary troops masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)